- μαστρεία
- μαστρ-εία, ἡ, Elean [full] μαστράα Schwyzer 409.6 (v B.C.):—A = εὔθυνα, IG5(1).1433.15, 16 (pl., Messen., i A.D.); μαστρίαι· αἱ τῶν ἀρχόντων εὔθυναι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστρεία — και μαστρία και μαστράα, ἡ (Α) [μαστρός] ευθύνη («μαστρεῑαι αἱ τῶν ἀρχόντων εὔθυναι», Ησύχ.) … Dictionary of Greek